Αυτό το βιβλίο ήταν ένα βιβλίο που δεν ήξερε ανάγνωση! Μια κωμωδία...
español
русский
日本語
italiano
deutsch
français
english
中文
العربية
ελληνικά

....Όμως και πάλι δε μπορούσε να το πιστέψει! Δεν ήταν τίποτα άλλο για ’κείνα τα χέρια; Για ’κείνα τα χέρια που το άγγιξαν, που το άγγιζαν χρόνια ολάκερα; Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα... ένα μονάχα μουσικό κουτί;

Κι όμως θυμόταν πως το άγγιζαν με χαρά, με προσοχή, με καλοσύνη!
Και ’κείνο τους τραγούδαγε όσο πιο όμορφα μπορούσε. Τους τραγούδαγε πάντα όσο πιο όμορφα μπορούσε, ακόμα κι όταν πατούσαν παίζοντας τα πλήκτρα του, ακόμα και στα πρώτα τους μαθήματα!




  «...Όχι, δεν είναι κανείς εδώ...»
απάντησε μόνο του το μεγάλο πιάνο, και του φάνηκαν τόσο φάλτσες οι νότες που έβγαιναν από τις χορδές του σε ’κείνη τη σκοτεινή σοφίτα.

«...Έφυγαν όλοι...»


Ένιωσε κενό το χώρο γύρω του.
Δε θα υπήρχαν πια τα παλιά φωτιστικά και η όμορφη κουνιστή καρέκλα, τα θορυβώδη παιχνίδια των παιδιών και η κούνια του μωρού. Δε θα υπήρχε τίποτα. Κανείς δε το άκουγε σε ’κείνη την έρημη σοφίτα στη μέση –ή την άκρη;– του πουθενά.


Δε θα υπήρχε κανείς ούτε στο σπίτι.
Οι κάτω όροφοι θα ήταν άδειοι. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει πια. Ίσως να είχαν φύγει από καιρό. Ίσως να είχαν κάνει οικογένειες κι άλλα σπίτια.
Ίσως το μόνο που άφησαν πίσω τους να ήταν εκείνο το πιάνο! Τόσο δύσκολο να μεταφερθεί. Τόσο μεγάλο για να βολευθεί οπουδήποτε αλλού.
Ένα γέρικο πιάνο, σε μια γέρικη σοφίτα, σ’ ένα σπίτι κι εκείνο γερασμένο. Σ’ ένα σπίτι χαμένο στο πουθενά.


«Κρίμα» είπε, και μια σειρά φάλτσες νότες αντήχησαν στη σοφίτα....